παπαβερίδες

παπαβερίδες
(papaveraceae). Οικογένεια ροιαδωδών φυτών. Είναι φυτά μονοετή ή διετή με φύλλα απλά ή διαιρεμένα. Οι βλαστοί τους έχουν γαλακτώδη χυμό. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά ή ζυγόμορφα και ο κάλυκάς τους αποτελείται από δύο σέπαλα, που πέφτουν μόλις ανοίξουν τα μπουμπούκια. Ο καρπός τους είναι κάψα ή κάρυο. Οι π. αριθμούν 19 γένη και περισσότερα από 400 είδη. Η παπαρούνα αριθμεί 100 είδη, όλα ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Είδη του γένους αυτού είναι και τα γνωστά με την επιστημονική ονομασία ροιάδα, υπνοφόρα, τριχοφόρα και ανατολική. Άλλα είδη της οικογένειας των π. ανήκουν στα γένη χελιδόνιο, σαγκουιναρία δίκεντρο και φουμαρία. Το γένος χελιδόνιο έχει μόνο ένα είδος, το χελιδόνιο το μέγα. Το γένος σαγκουιναρία έχει μοναδικό επίσης είδος τη σαγκουιναρία την καναδική. Στο γένος δίκεντρο, το κυριότερο είδος είναι το δίκεντρο το θαυμαστό. Αξιομνημόνευτο είναι και το είδος φουμαρία η φαρμακευτική.
* * *
οι
βοτ. η σημαντικότερη οικογένεια τής τάξης τών παπαβερωδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ροιαδώδη — Τάξη δικοτυλήδονων φυτών, συνήθως ποωδών, στην οποία υπάγονται οι 2 σπουδαίες οικογένειες των παπαβεριδών και κρουτσιφόρων, καθώς και οι λιγότερο πλούσιες σε είδη, αλλά πολύ συγγενείς προς αυτές, οικογένειες των φουμαριιδών, καππαριδιδών και… …   Dictionary of Greek

  • αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… …   Dictionary of Greek

  • μηκώνοψη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας παπαβερίδες …   Dictionary of Greek

  • παπαβερώδη — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 640 είδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, από τις οποίες οι παπαβερίδες είναι από τις σημαντικότερες οικογένειες που παράγουν φαρμακευτικές ουσίες, με σπουδαιότερο γένος το παπάβερ …   Dictionary of Greek

  • σαγκουιναρία — και σαγκουινάρια, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη παπαβαρώδη, οικογένεια παπαβερίδες, με ένα μόνον είδος που είναι πολυετής πόα τής Βόρειας Αμερικής, με παχύ ρίζωμα το οποίο περιέχει γαλακτώδη χυμό στο χρώμα τού …   Dictionary of Greek

  • σανγκουιναρία — και σαγκουιναρία και σαγκουινάρια, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη, με ένα μόνον είδος, που είναι πολυετής πόα τής Βόρειας Αμερικής με παχύ ρίζωμα το οποίο περιέχει… …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνιο — το / χελιδόνιον, ΝΑ νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”